μιμνήσκω

μιμνήσκω
μιμνήσκω (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω)
(μέσ.-παθ.) μιμνήσκομαι
α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)
β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.)
γ) εντείνω την προσοχή μου, δίνω προσοχή
μσν.
1. καταλογίζω σε κάποιον
2. ονομάζομαι, αποκαλούμαι
αρχ.
1. θυμίζω, υπενθυμίζω («μή με κακῶν μίμνησκε», Θέογν.)
2. κάνω κάποιον ή κάτι αξιομνημόνευτο, ένδοξο («ἐν τῷ Θρασυδαῑος ἔμνασεv ἐστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλών» Πίνδ.)
3. μέσ. φροντίζω, επιμελούμαι («μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ρ. μιμνήσκω και μνῶμαι* και τα παράγωγά τους ανάγονται στην αρχική δισύλλαβη μορφή *meneә2- (με συνεσταλμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής μονοσύλλαβης ΙΕ ρίζας *men- «σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου, σκοπεύω να κάνω κάτι», που εμφανίζεται στα: μένος, μέμονα, μαίνομαι και στο λατ. memini (βλ. λ. μένος). Η δισύλλαβη αυτή μορφή τής ρίζας θεωρείται καθαρά ελληνική δημιουργία και απαντά σπάνια στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Ο σιγματικός αόριστος τής αρχ. ινδ. amnāsisuh «θυμήθηκαν» αντιστοιχεί στον αόρ. ἔμνησα, επίσης ο τ. mnāta- «μνήμων» στο ανθρωπωνύμιο Ἄμνατος, ενώ ο τ. mnāyate στον ενεστ. μνάομαι. Αρχικοί τ. τού συστήματος αυτού θεωρούνται ο ενεστ. μνῶμαι (βλ. λ. μνώμαι), ο παρακμ. μέμνημαι και ο αόρ. -μνησ-α, από το θ. τού οποίου σχηματίστηκαν πιθ. οι σιγμόληκτοι ρηματικοί και ονοματικοί τ. (πρβλ. -μνήσ-θην, -μνηστός, μνησ-τήρ, μνῆσ-τις, μνησ-τύς κ.λπ.). Ο ενεστ. μι-μνήσκω με ενεστ. διπλασιασμό μι- και θαμιστικό επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω και λατ. comminiscor) θεωρείται μεταγενέστερος. Το ρ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μνησι- σε σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (πιθ. κατ' επίδραση τού μνῆσις), πρβλ. μνησί-κακος, μνησι-πήμων, καθώς και σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων: Μνησίεργος (πρβλ. μυκην. Μanasiweko), Μνήσαρχος, Μνησίλεως, Μνησίμαχος, Μνησιπτόλεμος, και στα υποκορ. Μνησεύς, Μνησικός, Μνασώ. Επίσης εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μνᾶστος/-μνηστος (πρβλ. Αρίμνηστος, Άμνατος).
ΠΑΡ. μνεία, μνήμα, μνήμη, μνήμων
αρχ.
μνήστις
αρχ.-μσν.
μνηστός, μνήστωρ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μνησι-) μνησίκακος
αρχ.
μνησιδωρώ, μνησίθεος, μνησιπήμων, μνησιπονηρώ, μνησίτοκος
αρχ.-μσν.
μνησιστέφανος. (Β συνθετικό) υπομιμνήσκω
αρχ.
αναμιμνήσκω, επαναμιμνήσκω, παρυπομιμνήσκω, προαναμιμνήσκω, προμιμνήσκω, προσαναμιμνήσκω, προσυπομιμνήσκω, συναναμιμνήσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιμνῄσκω — μιμνήσκω remind pres subj act 1st sg μιμνήσκω remind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνήσκω — remind pres subj act 1st sg μιμνήσκω remind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμνημένα — μιμνήσκω remind perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμνημένᾱ , μιμνήσκω remind perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμνημένᾱ , μιμνήσκω remind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνῄσκεσθε — μιμνήσκω remind pres imperat mp 2nd pl μιμνήσκω remind pres ind mp 2nd pl μιμνήσκω remind imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνῄσκῃ — μιμνήσκω remind pres subj mp 2nd sg μιμνήσκω remind pres ind mp 2nd sg μιμνήσκω remind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνήσκεσθε — μιμνήσκω remind pres imperat mp 2nd pl μιμνήσκω remind pres ind mp 2nd pl μιμνήσκω remind imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμνήσκῃ — μιμνήσκω remind pres subj mp 2nd sg μιμνήσκω remind pres ind mp 2nd sg μιμνήσκω remind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνῆσον — μιμνήσκω remind aor imperat act 2nd sg μιμνήσκω remind fut part act masc voc sg μιμνήσκω remind fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήσει — μιμνήσκω remind aor subj act 3rd sg (epic) μιμνήσκω remind fut ind mid 2nd sg μιμνήσκω remind fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήσω — μιμνήσκω remind aor subj act 1st sg μιμνήσκω remind fut ind act 1st sg μιμνήσκω remind aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”